ἅρπαξ,-αγος

ἅρπαξ,-αγος
+ A 1-0-0-0-0=1 Gn 49,27
robbing, rapacious
→NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεκνάρπα — αγος, ὁ, Μ αυτός που αρπάζει παιδιά, απαγωγέας παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ἅρπαξ, αγος] …   Dictionary of Greek

  • υδράρπαξ — άγος, ὁ, Α είδος χρονομέτρου με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅρπαξ, αγος] …   Dictionary of Greek

  • ψιχάρπαξ — αγος, ὁ, Α (ως ονομασία ενός ποντικού στην Βατραχομυομαχία) αυτός που αρπάζει τα ψίχουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίξ*, ψιχός «ψίχα» + ἅρπαξ, αγος] …   Dictionary of Greek

  • άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ser-5, extended serp- —     ser 5, extended serp     English meaning: sickle     Deutsche Übersetzung: ‘sichel, krummer Haken”; verbal (only in Lat.) ‘sicheln, with einem gekrũmmten Haken bearbeiten”     Material: O.Ind. sr̥ṇī f. ‘sickle”, sr̥ṇya ‘sichelförmig”,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • χρεάρπαξ — άγος, ὁ, Α αυτός που αρπάζει τις χρηματικές οφειλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος + ἅρπαξ (πρβλ. ὑδρ άρπαξ, φιλ άρπαξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχάρπαξ — αγος, ὁ, ἡ, Μ άρπαγας ψυχών («ψυχάρπαγας ἀγγέλους, Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ἅρπαξ] …   Dictionary of Greek

  • δελεάρπαξ — ( άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ ( γος)] …   Dictionary of Greek

  • φιλάρπαγας — ο, η / φιλάρπαξ, αγος, ΝΜ αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να ιδιοποιείται ξένα κτήματα ή πράγματα, να κλέβει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἅρπαξ «αυτός που τού αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”